αδιάφορος

αδιάφορος
-η, -ο (Α ἀδιάφορος, -ον) [διαφέρω]
νεοελλ.
1. αυτός που δεν ενδιαφέρεται για κάποιον ή κάτι, αμελής, ψυχρός
2. που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον, ασήμαντος, αμελητέος
3. επίρρ. αδιαφόρως
ανεξαιρέτως, αδιακρίτως
αρχ.
1. αυτός που δεν διαφέρει από άλλον, όμοιος («τοῑς ὁμοίοις καὶ ἀδιαφόροις»)
2. (Λογ.) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀδιάφορα
α) τα ατομικά, τα μεμονωμένα αντικείμενα, αυτά που δεν παρουσιάζουν ειδοποιό διαφορά
β) (στους Στωικούς) τα ουδέτερα από ηθικής απόψεως, ούτε καλά ούτε κακά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + διαφέρω.
ΠΑΡ. αδιαφορία, αδιαφορώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀδιάφορος — not different masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάφορος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ενδιαφέρεται, ανέμελος: Είναι τελείως αδιάφορος για τις υποθέσεις του. 2. αυτός που δεν ενδιαφέρει: Η αποτυχία του τον άφηνε αδιάφορο. 3. στη χημεία, «σώματα αδιάφορα», όσα δεν είναι οξέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιαφορώτερον — ἀδιάφορος not different masc acc comp sg ἀδιάφορος not different neut nom/voc/acc comp sg ἀδιάφορος not different adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαφορώτατα — ἀδιάφορος not different adverbial superl ἀδιάφορος not different neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαφόρως — ἀδιάφορος not different adverbial ἀδιάφορος not different masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάφορον — ἀδιάφορος not different masc/fem acc sg ἀδιάφορος not different neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαφορωτέρως — ἀδιάφορος not different masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαφόροις — ἀδιάφορος not different masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαφόρου — ἀδιάφορος not different masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαφόρους — ἀδιάφορος not different masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”